κλωνιάζω — [κλωνί] 1. βγάζω κλαδιά 2. συνδέω νήματα για την κατασκευή κλωστής … Dictionary of Greek
κλωνιάζω — κλώνιασα 1. βγάζω κλωνάρια. 2. συνδέω νήματα για κατασκευή κλωστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)